- πρόποση
- ητο να πιει και να ευχηθεί κανείς για το καλό κάποιου: Στην πρόποσή του ο υπουργός μίλησε για τις σχέσεις των δύο χωρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόποση — η / πρόποσις, όσεως, ΝΑ [προπίνω] το να πίνει κανείς ποτό εις υγείαν ή προς τιμήν κάποιου νεοελλ. (λαογρ.) η ευχή που συνηθίζουν να δίνουν κατά τις συνεστιάσεις στον νοικοκύρη ή στα μέλη τής οικογένειάς του ή στους συνδαιτημόνες, υψώνοντας ένα… … Dictionary of Greek
φιλοτησία — ἡ, Α 1. ευχετική πρόποση σε φίλο συμπότη 2. συνεκδ. ποτό που προσφέρεται για την πρόποση αυτή 3. φρ. «κύλιξ φιλοτησία» κύλικας για πρόποση (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. φιλοτήσιος] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
προπίνω — ΝΑ 1. πίνω πρώτος εις υγείαν κάποιου προκειμένου να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι συνδαιτημόνες 2. πίνω πρώτος εις υγείαν ή προκειμένου να τιμήσω κάποιον, εγείρω πρόποση («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων», Πίνδ.) αρχ. 1. πίνω πρώτος ή… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
αντιπρόποση — η η πρόποση που γίνεται σε απάντηση πρόποσης … Dictionary of Greek
διαπίνω — (Α) 1. παραβγαίνω με κάποιον στο ποτό 2. πίνω κατά διαλείμματα ή λίγο λίγο, κουτσοπίνω 3. κάνω πρόποση … Dictionary of Greek
εκπίνω — ἐκπίνω (Α) 1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.) 2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ ἐκποθένθ ὑπό χθονός», Αισχ.) 3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο 4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.) 5. πίνω … Dictionary of Greek
επίχυση — η (AM ἐπίχυσις) [επιχύνω] χύσιμο υγρού μέσα ή πάνω σε κάτι αρχ. μσν. ασθένεια τών οφθαλμών αρχ. 1. συρροή («ἐπίχυσις δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῑν πολιτῶν», Πλάτ.) 2. πρόποση («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῡντο», Πλούτ.) 3. επάλειψη, επίχριση 4.… … Dictionary of Greek